- διάθυρο(ν)
- το простенок (между дверями или окнами)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διάθυρο — το (Α διάθυρον) [θύρα] ο χώρος ανάμεσα σε πόρτες ή παράθυρα, το μεσόθυρο αρχ. πληθ. τα διάθυρα τα κάγκελα μπροστά από την είσοδο τού σπιτιού … Dictionary of Greek